Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἀγαπήσῃ, νά


Ερμηνεία:

 [γ΄πρ. εν. υποτακτικής αορ του ρ. αγαπάω, ώ  (φέρομαι σε κάποιον φιλικά, ευχαριστώ, είμαι ευχαριστημένος, αρκούμαι, ανέχομαι, ερωτεύομαι κάποιαν ή κάποιον) < αγάπη (ψυχική διάθεση κάποιου που την χαρακτηρίζει η δημιουργία θετικών συναισθημάτων, συμπάθειας και ανοχής για κάποιον ή για κάτι.

Η αγάπη δημιουργεί συναισθήματα γεναιοδωρίας και ατομικής επάρκειας για όποιον αγαπάει και συναισθήματα ασφάλειας και συναισθηματικής ισορροπίας και αποδοχής για όποιον αγαπιέται Το να ζει κανείς κάτω από συνθήκες αμοιβαίας αγάπης συντελεί στην ψυχοσωματική ισορροπία του.

Το να ζει κανείς μόνο αγαπώντας αποτελεί την πεμπτουσία της χριστιανικής θρησκείας, αφού η πίστη δίδει τη δυνατότητα να αγαπάς, να ανέχεσαι και να ευεργετείς ακόμη και τους εχθρούς ή όσους δεν σε αγαπούν.

Η αγάπη υμνήθηκε από τον απόστολο Παύλο στην πρώτη επιστολή του προς Κορινθίους και από θρησκευτικής πλευράς παίζει ίσως το σημαντικότερο ρόλο για τη συναισθηματική επάρκεια και την ανάπτυξη ανοχής προς τον εαυτό μας, τους υπόλοιπους ανθρώπους και το περιβάλλον.

Το ρήμα αγαπώ αναφέρεται στον Όμηρο και στην Καινή Διαθήκη (141 φορές), ενώ το ουσιαστικό αγάπη 116 φορές). Ψυχολογικά και ψυχιατρικά αγάπη είναι η ευχαρίστηση που μπορεί να προκαλέσει ο άνδρας στη γυναίκα και αντιστρόφως μέσα από ερωτικές εμπειρίες] [Ο έρωτας στα χιόνια].



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Ποῖος νὰ τὸν ἀγαπήσῃ αὐτόν.... [Έρωτας στα χιόνια]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: